- ευδιάχυτος
- εὐδιάχυτος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που διαχέεται εύκολααρχ.1. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα («εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν», Επίκ.)2. ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάχυτος (< διαχέω)].
Dictionary of Greek. 2013.